- κερασφόρος
- -ο (ΑΜ κερασφόρος, -ον)αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.)νεοελλ.-αρχ.απατημένος σύζυγος, κερατάςαρχ.φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» — τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -φορος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.